ΘΟΔΩΡΗΣ
ΡΟΥΣΣΟΥ ΒΙΓΛΗΣ
Eκατόν επτά χρόνια πέρασαν από τη
γέννηση του αντρειωμένου Θοδωρή Ρ. Βίγλη και 62 χρόνια από το θάνατό του το
1947. Ο Θοδωρής γεννήθηκε στη θρυλική Σαμαριά της Επαρχίας Σφακίων του νομού
Χανίων το 1902. Γονείς του ήταν ο Ρούσσος Θ. Βίγλης (1868-1941) και η Ελένη
Μανωλεδάκη (1875-1957). Οι γονείς του έφεραν στον κόσμο 18 παιδιά – 12 εν ζωή,
6 αγόρια και 6 κορίτσια.
1.
Θοδωρής Ρ. Βίγλης (1902-1947).
2.
Χρυση Ρ. Βίγλη (1906-; ). Παντρεύτηκε τον Διωματάρη
Τζάτζιμο από την Αγιά Ρουμέλη.
3.
Μανώλης Ρ. Βίγλης (1905-1922).
4.
Μαρία Ρ. Βίγλη (1909-;). Παντρεύτηκε τον Παύλο Βότζη από
τον Αι Γιάννη Σφακίων.
5.
Σταύρος Ρ. Βίγλης (1914-2006). Παντρεύτηκε την Κατερίνη
Σ. Βότζη – κόρη του Μακεδονομάχου Σπύρου Βότζη.
6.
Παρασκευή Ρ. Βίγλη (1910-;). Παντρεύτηκε τον Γιάννη
Τζάτζιμο ή Κατσουλό.
7.
Σήφης Ρ. Βίγλης (1919-1962). Παντρεύτηκε την Ελένη Σήφη (Ξυρούχη)
Τζάτζιμου.
8.
Ιφιγένεια Ρ. Βίγλη (1912-;). Παντρεύτηκε τον Γιώργο
Λουκάκη ή Ξαμώνη.
9.
Γιάννης Ρ. Βίγλης (1918-2007). Παντρεύτηκε την Χρυσή
Ξηραδάκη από τη Νίμπρο.
10.
Άννα Ρ. Βίγλης (1915-;). Παντρεύτηκε τον Ν. Ντουρουντό
από τη χώρα Σφακίων.
11.
Γιώργης Ρ. Βίγλης
(1927-2006). Παντρεύτηκε την Ελβίρα Τορναζάκη-Κριαρά.
12.
Καλλιόπη Ρ. Βίγλη
(1916-2000). Παντρεύτηκε τον Δ. Ξανθουδάκη ή Καντή.
Η ιστορία της οικογένειας Βίγλη χάνεται πολλούς αιώνες πίσω και, σύμφωνα με
τους ειδικούς, η οικογένεια πήρε το όνομά της από τους προγόνους της, που είχαν
διατελέσει Βιγλάτορες – ειδική στρατιωτική ομάδα που χρησίμευε για να
εντοπίζουν πιθανούς κινδύνους από στεριά και θάλασσα, και έπρεπε να μεταδίδουν
τις σχετικές πληροφορίες στην ανώτατη στρατιωτική αρχή. Υπήρχαν τότε σε
στρατηγικής σημασίας υψώματα (Βίγλες – Βιγλιά) δηλαδή παρατηρητήρια για να
ελέγχουν από στεριά και θάλασσα κάθε πιθανό κίνδυνο, π.χ. πειρατές, κουρσάρους,
ξένους στόλους κτλ.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Θοδωρής στη Σαμαριά και όπου σήμερα στεγάζεται το
αγροτικό ιατρείο μετά τη δημιουργία του Εθνικού Δρυμού, το 1962 ανήκε αρχικά
στον πρώτο ξάδερφο του πατέρα του, Θεόδωρο Γ. Βίγλη (ή Αναγνώστη), που
σκοτώθηκε από τους Τούρκους τον Ιανουάριο του 1897 στη μάχη της Ξυλοκαμάρας στα
Νεροκούρου, και στη συνέχεια περιήλθε στον Ρούσσο Θ. Βίγλη, πατέρα του Θοδωρή.
Υπάρχει σχετική μαρμάρινη πλάκα σήμερα στο ιατρείο, όπου ανάμεσα στα άλλα μάς
κάνει γνωστό ότι εδώ φιλοξενήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος τον Μάιο του 1941 μαζί με
τον πρωθυπουργό και την Ελληνική κυβέρνηση, κατά την αναχώρησή τους για το
Κάιρο. Από αυτό το σπίτι συντάχθηκε το τελευταίο διάγγελμα επί ελληνικού
εδάφους προς τον Ελληνικό λαό για τη συνέχιση του αγώνα κατά των κατακτητών.
Ο πατέρας του Ρούσσος Βίγλης λέγεται ότι έψησε 16 αρνιά για τους επισκέπτες
του και πιστός στα Σφακιανά και γενικότερα κρητικά έθιμα για τη φιλοξενία,
πρόσφερε ό,τι του περνούσε από το χέρι εκείνες τις δύσκολες ώρες. Αρνήθηκε
ευγενικά οποιαδήποτε αποζημίωση, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εδώ όποιος πέρναγε
πάντα, έτρωγε έπινε και κοιμόταν χωρίς πληρωμή, και τώρα εγώ θα πάρω λεφτά από
τον βασιλιά και την κυβέρνηση;».
Ο Ρούσσος Βίγλης, πατέρας του Θοδωρή, ήταν ένας τίμιος, εργατικός και
φιλόξενος κτηνοτρόφος που, αν και ξεκίνησε βόσκοντας ξένα πρόβατα σαν βοσκός,
σύντομα με την αξία του και την εργατικότητά του απέκτησε δικό του κοπάδι πάνω
από 400 πρόβατα, αριθμός μεγάλος για την εποχή. Ασχολήθηκε πέρα από την
κτηνοτροφία και με τη μελισσοκομία, την υλοτομία και με τη δημιουργία
πριονιστηρίου, την κατασκευή νερόμυλου για άλεσμα δημητριακών, και την
κατασκευή καμινιών για την παραγωγή κάρβουνου.
Για να γνωρίσουμε περισσότερο την ψυχοσύνθεση του Θοδωρή, θα πρέπει να
πούμε λίγα λόγια για το φυσικό περιβάλλον που μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο νεαρός
Θοδωρής. Όσοι έχουν περάσει το θρυλικό φαράγγι και γνωρίζουν τα Λευκά Όρη
ξέρουν τα αισθήματα που σου δημιουργεί το συγκλονιστικό αυτό μέρος. Για όσους
δεν έτυχε να τα γνωρίσουν πρέπει να πούμε ότι το τοπίο, αλλού είναι άγριο και
συγκλονιστικό και αλλού ήρεμο με πλούσια βλάστηση, με πελώρια αιωνόβια
κυπαρίσσια, αγριοβελανιδιές, θεόρατα πεύκα, άγριες ελιές, κάκτους και συκιές.
Στο βουνό σχηματίζονται γιγάντιοι γκρεμοί, θεόρατα χαράκια, χιονισμένες πλαγιές
και σχισμάδες που σου προκαλούν δέος.
Το χωριό Σαμαριά βρίσκεται στο μέσο περίπου του φαραγγιού – ή Φάραγγα –
όπως τον αποκαλούν οι Σφακιανοί, σε μια στενή κοιλάδα που τους φθινοπωρινούς
και χειμερινούς μήνες ο ήλιος ίσα που μπαίνει, απλώνοντας τις ακτίνες του. Ένα
μικρό ξύλινο γεφύρι ένωνε και ενώνει ακόμα και σήμερα το χωριό πάνω από το
ποτάμι με τον έξω κόσμο. Νότια του χωριού το μονοπάτι οδηγεί προς την Αγιά
Ρουμέλη και βόρεια προς τον Άγιο Νικόλαο, το ξυλόσκαλο και το οροπέδιο του
Ομαλού. Δεν μπορείς να μιλήσεις για το φαράγγι της Σαμαριάς και τα λευκά όρη
χωρίς να μιλήσεις για τον κρητικό αίγαγρο (το κρητικό αγριοκάτσικο) που μαζί με
τους αετούς και τα γεράκια συμβολίζει την περηφάνια και το αίσθημα ανεξαρτησίας
και ελευθερίας της Σφακιανής ψυχής.
Οι Βίγληδες υπήρξαν, πέραν των άλλων, και σπουδαίοι Αγριμολόγοι, μαζί με
τους συγγενείς τους Τζάτζιμους και άλλους. Ο Θοδωρής Βίγλης πριν τον Β΄
Παγκόσμιο πόλεμο, εκτιμώντας σωστά το ρόλο που μπορούσε να παίξει στη ζωή των
κατοίκων το φαράγγι και ο κρητικός αίγαγρος, προστάτευε τα αγρίμια,
απαγορεύοντας πολλές φορές το κυνήγι τους και ιδιαίτερα των θηλυκών αγριμιών.
Πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με παράνομους κυνηγούς που σκότωναν αδιάκριτα
αγρίμια. Προφητικά κάποτε είπε σε μια ομάδα νέων παλικαριών τα εξής: «Βλέπετε
αυτό το φαράγγι και αυτά τα αγρίμια; Αυτά τα δυο μια μέρα θα βελτιώσουν τη ζωή
σας και θα σας δώσουν ψωμί». Ο Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς ιδρύθηκε το 1962 ύστερα
από ενέργειες της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης. Έχει έκταση 48.500
στρέμματα και περιλαμβάνει το φαράγγι της Σαμαριάς και τις γύρω πλαγιές, μέχρι
τις κορυφές (2.080 μέτρα) και Βολακιάς (2.116 μέτρα) στα δυτικά, και την κορυφή
Ψιρίστρα στα ανατολικά. Νότια ορίζεται από τον όρμο της Αγιάς Ρουμέλης, στο
Λυβικό πέλαγος και βόρεια από ο οροπέδιο του Ομαλού.
Ο Εθνικός Δρυμός προστατεύεται με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στις
μέρες μας χιλιάδες Έλληνες και ξένοι επισκέπτες επισκέπτονται το φαράγγι
γνωρίζοντας τις ομορφιές, την ιστορία και τον πολιτισμό μας, δημιουργώντας
θέσεις εργασίας και οικονομική ανάπτυξη στο νησί μας. Ο Βίγλης με το ενδιαφέρον
του για τα Αγρίμια και το φαράγγι συνέβαλε σ’ αυτό.
Ο Θοδωρής είχε συνδεθεί τόσο με τα αγρίμια, που πολύ παλαιοί Χανιώτες τον
θυμούνται ακόμα να κυκλοφορεί προπολεμικά στην πόλη των Χανίων μ’ ένα μικρό
αγρίμι που τον ακολουθούσε κατά πόδας σε όλη την διαδρομή του στα μαγαζιά και
στην αγορά των Χανίων, όπως όμοια ακολουθά το σκυλί το αφεντικό του. Όταν καμιά
φορά για κάποιο λόγο το άφηνε σε κάποιον φίλο η συγγενή, τους έλεγε να το
προσέχουν το αγρίμι, να μην το μαλώνουν, γιατί είναι παραπονιάρικο και στεναχωράτε.
Κάποτε, όπως μου είπε ένας ανιψιός του, ο Θοδωρής ήταν κρατούμενος στη
φυλακή για κάποιο λόγω και το αγρίμι που ήταν μακριά απ’ αυτόν αρνιόταν να φάει
και μαράζωνε. Οι συγγενείς και φίλοι πήραν ειδική άδεια από τη διεύθυνση των
φυλακών του και το πήγαν μέσα στη φυλακή και το αγρίμι χάρηκε, έφαγε κι έτσι
σώθηκε.
Μ’ αυτό το αγρίμι και με άλλα τρία ζευγάρια αγριμιών που δόθηκαν από τον
Βαγγέλη Βίγλη και με τη βοήθεια του κυνηγητικού συλλόγου και του δασαρχείου, το
1976 δημιουργήθηκε με προεδρικό διάταγμα το εκτροφείο θηραμάτων «Θοδωρού», και
σήμερα στο παραπάνω εκτροφείο ζουν πάνω από 100 αγρίμια.
Ο Θοδωρής Βίγλης λοιπόν μεγάλωσε και ανδρώθηκε μέσα σ’ αυτό το φυσικό,
κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Από το φυσικό περιβάλλον κληρονόμησε την
περηφάνια του αετού, τη γρηγοράδα του αγριμιού, το απροσκύνητο του φαραγγιού
και των ψηλών κορφών των Λευκών Ορέων, τη δύναμη και τη σκληρότητα των βράχων,
την ηρεμία των κυπαρισσιών τις ήσυχες και ζεστές μέρες της άνοιξης και του
καλοκαιριού, και την αειφυγία του νερού του ποταμού προς τις μεγάλες θάλασσες.
Ακόμη, το αίσθημα δικαιοσύνης από τον πατέρα του και την τρυφερότητα και αγάπη
από τη γλύκα των γαλάζιων ματιών της αρχόντισσας μάνας του, Ελένης Μανωλεδάκη.
Η μάνα του υπήρξε μια αρχόντισσα Σφακιανή από τη μεγάλη και ιστορική
οικογένεια της Αγιάς Ρουμέλης Μανωλεδάκη, έφερε στη ζωή 18 παιδιά, εκ των
οποίων έζησαν τα 12. Και όπως λέει και ο Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κάστνερ στο
βιβλίο του «ΚΡΗΤΗ», που σύντομα θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στα Ελληνικά από
τις εκδόσεις «ΔΩΡΙΚΟΣ» με την πρώτη γέννα έφερε στον κόσμο το αριστούργημά της,
τον Θοδωρή τον Μέγα, τον Βασιλιά των Λευκών Ορέων, τον Άσσο των Άσσων.
Συνεχίζοντας ο Κάστνερ την περιγραφή, γράφει: «Ήταν μια μικρή, σχεδόν
λεπτοκαμωμένη φιγούρα, είχε μάλιστα κάτι αριστοκρατικό πάνω της. Με τα γαλανά
μάτια της έριχνε ένα έξυπνο, καλοσυνάτο, σιωπηλό, γυναικείο βλέμμα, που τα
έβλεπε όλα και δεν έλεγε τίποτα… Με τόσους γιους είχε μάθει να σιωπά, δεν την
είδα ποτέ ημέρα να κάθεται – δούλευε πάντα, σε 12 παιδιά είχε χαρίσει τη ζωή
και τι παιδιά!».
Τα ήθη και έθιμα της Κρήτης, και ιδιαίτερα της περιοχής των Σφακίων, τα
χρόνια εκείνα ήταν ιδιαίτερα αυστηρά. Η Σφακιανή κοινωνία είχε ισχυρούς δεσμούς
ανάμεσα στα μέλη της, ένα είδος ιδιότυπης τιμής επικρατούσε εκεί. Η φιλοξενία
ήταν ιερή και οι άγραφοι κανόνες συμπεριφοράς ήταν σε πλήρη ισχύ. Οι προστριβές
ανάμεσα σε κτηνοτρόφους με αφορμή το φαινόμενο των ζωοκλοπών, αλλά και για
άλλους λόγους, δημιουργούσε αρκετά δύσκολες καταστάσεις που πολλές φορές
έφταναν στα άκρα. Η απουσία κρατικής μέριμνας και η έλλειψη επίσημης
δικαιοσύνης εκ μέρους του ανοργάνωτου ακόμα ελληνικού κράτους άφηνε αρκετό χώρο
και έδαφος στο θεσμό της αυτοδικίας, που εδώ είχε βαθιές ρίζες αιώνων. Ο κάθε
ένας που μπορούσε, έπαιρνε το νόμο στα χέρια του. Την επίσημη δικαιοσύνη δεν
την υπολόγιζε κανείς. Η δύναμη των μεγάλων οικογενειών ήταν μεγάλη, και όποιος
πείραζε ένα μέλος της, έκανε αυτόματα εχθρούς και τα άλλα μέλη της οικογένειας.
Η παραδοσιακή προπολεμική κοινωνία των Σφακίων είχε έναν κλειστό χαρακτήρα
συνόλου, όπου το άτομο έπρεπε να υπηρετεί την ομάδα και την κοινότητα. Το άτομο
δεν είχε τη δυνατότητα να ξεχωρίζει παρά μόνο στο βαθμό που αποδεχόταν τις
αξίες και τα συνολικά πιστεύω και πρότυπα της παραδοσιακής κοινωνίας.
Η ισχυρή προσωπικότητα του Θοδωρή Βίγλη και η βούληση της απεριόριστης
ατομικής αυτονομίας του συνάντησε στη δράση της ισχυρά αδιέξοδα που όρθωναν η
οικογένεια και η παραδοσιακή συγκρότηση της Σφακιανής κοινότητας.
Υποθέσεις ζωοκλοπών, προσωπικών και οικογενειακών διαφορών έφεραν τον
Θοδωρή σε αντιπαλότητα με το νόμο σε μικρή ηλικία.
Το 1926 βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές Ιντζεδίν-Καλαμίου,
καταδικασμένος σε 18 χρόνια για τραυματισμό. Τις μέρες εκείνες τη φυλακή
επισκέφθηκε ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, δικτάτορας της χώρας. Ο Βίγλης βγήκε
στην αναφορά και παρουσιάσθηκε στον Πάγκαλο και του εξήγησε το παράλογο της
καταδικαστικής απόφασης των 18 χρόνων για ένα τέτοια αδίκημα, και ζήτησε τη
μείωση της ποινής του. Ο στρατηγός Πάγκαλος εντυπωσιάστηκε από το θάρρος, την
εξυπνάδα και το λεβέντικο παρουσιαστικό του και του είπε: «Έχεις το λόγο μου,
Βίγλη, ότι γυρνώντας στην Αθήνα θα σου δοθεί χάρη». Ο Πάγκαλος γυρνώντας στην
Αθήνα ανατρέπεται από τον Γεώργιο Κονδύλη στις 27 Αυγούστου του 1926.
Καταδικάζεται και κλείνεται στις φυλακές Ιντζεδίν-Καλαμίου και έμεινε εκεί έως
τις 10 Ιουλίου 1928, όπου και αμνηστεύθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το 1928 ο Βίγλης βρίσκεται πάλι στις
φυλακές Ιντζεδίν-Καλαμίου. Η διεύθυνση των φυλακών, έχοντας πληροφορίες για
σχέδιο δραπέτευσης των κρατουμένων, ζητάει από τα κεντρικά άδεια, για μεταγωγή
100 κρητικών κατάδικων. Πράγματι, έρχεται ειδικό μεταγωγικό σκάφος στο λιμάνι
της Σούδας για την παραλαβή των 100 καταδίκων. Ο Θοδωρής, με τη βοήθεια φίλων
του, έχει σχεδιάσει ειδικό σχέδιο ανταρσίας και κατάληψης του μεταγωγικού με
σκοπό να το οδηγήσουν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το σχέδιο ανατρέπεται για
άγνωστους λόγους και το πλοίο φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά.
Το γεγονός έχει γίνει γνωστό και οι εφημερίδες της εποχής το έχουν
πρωτοσέλιδο μαζί με φωτογραφίες του Βίγλη. Ο Θοδωρής Βίγλης στέλνεται στις
φυλακές της Αίγινας. Ο πρώτος από τους φίλους του, Λιλίκος από τα Αποκόρωνα
Χανίων, στέλνεται στις φυλακές της Πύλου, όπου αργότερα σκοτώνεται από
συγκρατούμενούς του. Ο δεύτερος φίλος του λέγεται Σφηνιάς, από το χωριό Aσφένδου Σφακίων, και στέλνεται σε άλλη φυλακή. Ο Σφηνιάς
έμεινε συνολικά 33 χρόνια φυλακή και κάποτε, σε μεγάλη ηλικία, βγήκε από τις
φυλακές Αλικαρνασσού-Ηρακλείου Κρήτης για λόγους υγείας. Γύρισε σε ένα χωριό
της Μεσαράς Ηρακλείου, όπου η οικογένειά του είχε μετόχι, αλλά εκεί ένας
κτηνοτρόφος – άγνωστο αν ήταν Σφακιανός ή όχι – που είχε παλιές διαφορές με τον
Σφηνιά, θεώρησε ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να ξεκαθαρίσουν τους
παλαιούς λογαριασμούς. Το περιβάλλον και η ηλικία του γέρου πια Σφηνιά
θεωρήθηκε από τον κτηνοτρόφο ως ευνοϊκός παράγοντας για να τον σκοτώσει.
Φαίνεται όμως ότι λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Σφηνιάς δέχθηκε την επίθεση,
έγινε μεταξύ τους πάλη και ο Σφηνιάς, βρισκόμενος σε άμυνα, σκότωσε με μαχαίρι
τον κτηνοτρόφο. Κι έτσι ξανακλείστηκε στη φυλακή, όπου και τέλειωσε τη ζωή του.
Με τον ερχομό του Βίγλη στις φυλακές της Αίγινας έγινε το «έλα να δεις».
Δεκάδες άνθρωποι, άντρες, αλλά πολύ περισσότερες γυναίκες, πολλές εκ των οποίων
αποτελούσαν μέρος της ονομαζόμενης καλής κοινωνίας των Αθηνών, πολιόρκησαν τη
φυλακή ζητώντας την άδεια να επισκεφθούν και να γνωρίσουν τον Θοδωρή. Η
διεύθυνση των φυλακών αναγκάστηκε να πάρει σχετική άδεια από την εισαγγελία να
μπορούν να επισκέπτονται τον Βίγλη, με την απαραίτητη προϋπόθεση να φορεί ο
Βίγλης την κρητική παραδοσιακή στολή, φωτογραφίες του οποίου είχαν δημοσιευθεί
σε εφημερίδες των Αθηνών και αποτέλεσαν την αφορμή να δουν όλοι την λεβεντιά
του Κρητικού. Ο Θοδωρής τότε ήταν 27 χρονών και, όπως λέγεται, ήταν για μια
τουλάχιστον 10ετία ο ωραιότερος άντρας της Κρήτης. Εκείνες τις μέρες, μια
πλούσια και ισχυρή κόρη στρατηγού μαζί με τη μάνα της, κυρία επί των τιμών, τον
επισκέφθηκαν στις φυλακές και η κόρη ζήτησε από τον Βίγλη να την παντρευτεί και
αυτή θα μεσολαβούσε να του δοθεί χάρη. Ο Θοδωρής αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση,
την ευχαρίστησε λέγοντάς της ότι δεν μπορεί να δεχθεί κάτι τέτοιο και ότι είναι
κάτι που δεν του ταιριάζει. Η κοπέλα επέμενε και τότε ο Θοδωρής τής είπε:
«Άκου, κοπέλα μου, εγώ έχω χαράξει άλλη πορεία στη ζωή μου, διαφορετική από
εσένα, που εσύ δεν μπορείς και ούτε πρέπει να την ακολουθήσεις. Θέλω κι εγώ να
ησυχάσω, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια με μια κοπέλα που θα αγαπήσω, αλλά
οι καταστάσεις δεν με αφήνουν», της δώρισε μια φωτογραφία του, την ευχαρίστησε
κι εκείνη έφυγε.
Εκείνο τον καιρό τού γίνεται πρόταση από τον Παύλο Γύπαρη, υπεύθυνο
ασφαλείας του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, να τον πάρουν στην προσωπική
του ασφάλεια. Ο Θοδωρής τούς ευχαρίστησε για την πρόσκληση, αρνήθηκε όμως
ευγενικά, λέγοντάς τους ότι θα είναι πάντα πρόθυμος να τους βοηθήσει και να
τους συμπαρασταθεί στη διαμάχη με τα ανάκτορα και τους βασιλόφρονες. Τους είπε
δε χαρακτηριστικά: «ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΑΣ ΟΠΟΥ ΜΕ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΤΕ ΑΛΛΑ ΠΟΤΕ ΜΑΖΙ
ΣΑΣ».
Το 1935, ελεύθερος πια στην πόλη των Χανίων, ερωτεύεται μια μικρή
Χανιωτοπούλα, κόρη γιατρού και Νομάρχη αργότερα, και αποφασίζουν από κοινού να
κλεφτούν. Ο Θοδωρής, με τη βοήθεια ενός φορτηγού αυτοκινήτου και δύο φίλων του,
οργανώνουν την απαγωγή μέρα μεσημέρι σε κεντρικό παραλιακό δρόμο των Χανίων. Η
απαγωγή όμως γίνεται έγκαιρα αντιληπτή, ειδοποιείται η χωροφυλακή, της οποίας
τυγχάνει να είναι ανώτερος αξιωματικός θείος της κοπέλας. Η χωροφυλακή, με τη
βοήθεια ανδρών της νομαρχίας και μηχανημάτων, κλείνουν τα λίγα περάσματα εξόδου
από την πόλη των Χανίων που οδηγούν στα Σφακιά και οι απαγωγείς συλλαμβάνονται.
Ο Θοδωρής δικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση και κλείστηκε φυλακή στο Ρέθυμνο.
Όταν άρχισε η γερμανική επίθεση στη Κρήτη, ο Βίγλης βρίσκεται φυλακισμένος. Στο
Ρέθυμνο η μάχη έχει ανάψει για τα καλά και ο Θοδωρής παρακαλεί τον φρουρό του
να τον αφήσει ελεύθερο να πολεμήσει, αλλά μάταια.
Ό,τι όμως του αρνήθηκε ο φρουρός, του το έδωσε η τύχη: μια βόμβα των
Γερμανών πέφτει στο φυλάκιο και στον τοίχο της φυλακής, με αποτέλεσμα οι
φυλακισμένοι να βρεθούν ελεύθεροι. Ο Βίγλης αρπάζει το όπλο του φρουρού,
στέκεται για λίγο από πάνω του και του λέει: «Αν, μωρέ, δεν μου χρειάζονταν η
σφαίρα, δεν θα σου τη χάριζα, αλλά έχε χάρη. Παίρνει μέρος στις μάχες στο Ρέθυμνο
και οι Γερμανοί παίρνουν γεύση του ντουφεκιού του Βίγλη. Ο Βιγλοθοδωρής υπήρξε
δεινός σκοπευτής σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν από
κοντά. Πριν την κατοχή ήταν λάτρης τού μάνλιχερ. Αλλά κατά τη διάρκεια της
κατοχής που γνώρισε το γερμανικό μάουζερ, το ερωτεύτηκε. Το μάουζερ τα
επισκίασε όλα, όπως έλεγε.
Κάποτε, νεαρός 14-15 χρόνων, βρέθηκε σε μια χαροκοπιά στα Μεσκλά, παρέα με
θείους του Μανωλέδες και Τζάτζιμους.
Στη παρέα ήταν και ένας φίλος της οικογένειας από τα Μεσκλά Μύγιας, το
επίθετό του. Τα χρόνια εκείνα ήταν έθιμο οι άντρες να εξασκούνται στη σκοποβολή
μέσα στο γλέντι και στο χαροκόπι. Η παρέα λοιπόν ζήτησε κάποια στιγμή από τον
νεαρό Βίγλη να πάρει μέρος στη σκοποβολή, γιατί είχαν ακούσει ότι είναι καλός
σκοπευτής ο γιος του Βιγλορούσσου. Ο Θοδωρής όμως αρνήθηκε ευγενικά γιατί, αν
και μικρός, ήξερε να φυλάσσεται και να μην προκαλεί, γιατί συχνά γίνονταν
παρεξηγήσεις, λόγω εγωισμού αν κάποιος έπαιζε καλύτερα, και ειδικά αν ο άλλος
ήταν εγωιστής και Καλλόσειρος. Κάποια ώρα πήγαν και στο σπίτι του Μύγια και
κάθισαν στη αυλή του. Ο Μύγιας ζήτησε από τον νεαρό Βίγλη να του κάνει τη χάρη
να παίξει κι αυτός. Πράγματι ο Βίγλης, που κράταγε ένα παλαιό Μάνλιχερ, το
αφήνει στην άκρη και αρπάζει ένα καινούργιο Μάνλιχερ ενός πρώτου εξαδέρφου
Τζάτζιμου και λέει στην παρέα, «θα ρίξω στον πρώτο κόμβο της μουριάς». Ρίχνει
λοιπόν και τον ρίχνει κάτω – «ε, έτυχε», λέει πειρακτικά η παρέα. Τους λέει,
«θα συνεχίσω να ρίχνω τους κόμβους να ιδούμε αν έτυχε», και αρχίζει τακ-τακ-τακ
και κόβει και τους πέντε κόμβους.
Στη συνέχεια μπαίνουν μέσα στο σπίτι, κάθεται ο Θοδωρής στον καναπέ, βγάζει
ένα 38άρι που κράταγε, σημαδεύει τον τσαμιλίκη και τακ-τακ-τακ, γράφει Θ. Ρ.
Β., δηλαδή τα αρχικά του, όνομα, πατρώνυμο, επίθετο.
Για όσους γνωρίζουν το 38άρι, και σε αντίθεση με τα γερμανικά όπλα, δεν
σπάει το τζάμι αλλά το τρυπάει σαν βελονιά. Τότε ο οικοδεσπότης πάει και βγάζει
το τζάμι και το φύλαξε για ενθύμιο στο μπαούλο.
Τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής το μητάτο του Βίγλη και της οικογένειας
γενικά υπήρξε κέντρο φιλοξενίας για κάθε καταδιωκόμενο και για όποια αιτία.
Δεκάδες είναι οι μαρτυρίες αγωνιστών κάθε αντιστασιακής οργάνωσης
ΕΑΜ-ΕΟΚ-Άγγλων και απλών ανθρώπων που πάντα έβρισκαν φιλόξενη στέγη και τροφή
στην οικογένεια των Βίγληδων. Μέσα στο φαράγγι πάντα οι κυνηγημένοι έβρισκαν
κάτι να φάνε, γάλα, μέλι, κρέας, που πολλές φορές – είναι αλήθεια – ήταν
κλεμμένο από τον Θοδωρή, αλλά εκείνο τον καιρό, και ποιος δεν έκλεβε! Έκλεβε
σχεδόν πάντα από ανθρώπους που κάτι άδικο είχαν στην πλάτη τους, και ποτέ από
φτωχούς κτηνοτρόφους.
Κάποτε, μέσα στην κατοχή, έμαθε για κάποιο μεγαλοκτηνοτρόφο, συνεργάτη των
Γερμανών, ο οποίος αρραβωνιαζόταν κάθε λίγο μια κοπελιά και στη συνέχεια τις
παρατούσε με το αζημίωτο στην επαρχία Κισσάμου. Μια και δυο, λοιπόν, ο Θοδωρής
πάει και του αρπάζει 270 αίγες με 70 τράγους μέσα, με τα κουδούνια τους. Ενώ
στον πηγαιμό έκανε δυο ημέρες δρόμο, στην επιστροφή έκανε δεκαεπτά ημέρες,
κάνοντας κύκλους. Όταν πέρναγε από το Σέλινο, οι 70 τράγοι είχανε κάνει φτερά,
δώρα του Θοδωρή σε όσους τον περιέθαλπαν. Τα υπόλοιπα κατσίκια τα έριξε μέσα
στο φαράγγι και όποιος ήθελε έπαιρνε. Φρόντιζε με τροφή για τους διωκόμενους,
χωρίς να κρατάει τίποτα για τον εαυτό του.
Ο παθών, λοιπόν, προσέτρεξε στους Γερμανούς και σε συνεργασία με τη
χωροφυλακή τον επικήρυξαν. Επικεφαλής ανέλαβε ο περιβόητος Αρχηγός της Γκεστάπο
Παλαιοχώρας Χάνς Μπάχτερ, ο οποίος του εμήνυσε ότι αν δεν παρουσιαστεί, θα
κάψει όλη την επαρχία Σφακίων. Ο Βίγλης αποφάσισε να παρουσιαστεί, σκεπτόμενος
όχι τον εαυτό του αλλά την οικογένειά του, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τους
συνεπαρχιώτες του. Όπως έλεγε τότε χαρακτηριστικά, «η δική μου η ζωή δεν αξίζει
περισσότερο από των άλλων». Αφού έγιναν οι σχετικές συνεννοήσεις με
αλληλογραφία, δόθηκε το σχετικό ραντεβού στο χωριό Κοντό Κυνήγι της επαρχίας
Σελίνου. Είχαν συμφωνήσει να βρεθούν μόνοι τους άοπλοι. Ο Χάνς ήξερε άπταιστα
ελληνικά και γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Ο Θοδωρής πήγε στο χωριό
και κάθισε περιμένοντας τον Χάνς με δυο του φίλους. Σε λίγη ώρα ήρθε και ο Χάνς
με μια ομάδα Γερμανών. Ο Χανς πλησίασε και ρώτησε «ο κύριος Βίγλης;» «Μάλιστα»,
απάντησε ο Βίγλης και του είπε χαρακτηριστικά, «Κύριε Χάνς, δεν είσαι εντάξει».
«Γιατί;». «Γιατί είχαμε πει να βρεθούμε οι δυο μας, κι εσύ ήρθες με ολόκληρη
ομάδα». Ο Χανς: «Και δεν είναι μόνο αυτοί που βλέπεις… όλο το χωριό το έχω
ζωσμένο με στρατιώτες».
Τότες ο Βίγλης, χωρίς να τα χάσει του λέει: «…Χμ... κι εσύ τι νόμισες; Ότι
εγώ ήρθα μόνος μου; Γύρω γύρω απ’ τους στρατιώτες σου έχω ζωσμένο το χωριό με
κλέφτες».
Ο Χάνς το έχαψε κι άρχισε να ρωτάει τον Θοδωρή γιατί κλέβει.
- Δεν κλέβω, απάντησε ο Βίγλης.
- Αμέ τι κάνεις; του λέει oΧάνς.
- Τιμωρώ, του λέει ο Βίγλης.
- Και τι είσαι εσύ και τιμωρείς;
- Ένας δίκαιος άνθρωπος, του απάντησε ο Θοδωρής.
- Κι αυτός που του πήρες τα κατσίκια τι είχε κάνει, τον ρώτησε.
Ο Βίγλης τού είπε τα γεγονότα και του είπε να ρωτήσει όπου θέλει αν έτσι
έχουν τα πράγματα.
Ο Χάνς τον άκουσε και του είπε να σηκωθεί να πάνε στην Παλαιόχωρα.
Τότες ο Βίγλης του λέει: «Ολόκληρο το τάγμα που έχεις στην Παλαιόχωρα να
φέρεις, δεν έρχομαι αυτή τη φορά. Θα έρθω την άλλη φορά, γιατί αυτή τη συμφωνία
είχαμε κάνει οι δυο μας».
Ο Γερμανός κρατήθηκε ή από φόβο ή επειδή του είχε δώσει το λόγο του.
Του είπε μόνο, την άλλη φορά που θα συναντηθούν να του κρατάει το όπλο του.
Ο Βίγλης τού είπε ότι δεν έχει όπλο παρά ένα παλιοντούφεκο, κειμήλιο
οικογενειακό. «Ε, αυτό να μου το κρατάς», είπε ο Χανς.
Σε λίγες ημέρες ο Θοδωρής πήγε στην Παλαιόχωρα στον Χάνς, που τον έστειλε
αυτή τη φορά στα Χανιά, όπου τον ανέκριναν επτά ανώτατοι αξιωματικοί της
Γκεστάπο.
Ξαναγύρισαν στην Παλαιόχωρα και ο Χάνς τού έδωσε δυο στρατιώτες με σκοπό να
πάνε να φέρουν πίσω τα κατσίκια. Ο Θοδωρής άφησε τους στρατιώτες στην Αγιά
Ρουμέλη και γύρισε σε τέσσερις ημέρες με 100 κατσίκια από τα 270 συνολικά που
είχε πάρει. Και ενώ είχε τελειώσει με τους δικαιούχους και μπορούσε να φύγει, ο
Βίγλης πήρε τους στρατιώτες και τους γύρισε πίσω στην Παλαιόχωρα, γιατί το είχε
υποσχεθεί, όπως έλεγε. Ο Χάνς τον κράτησε 5-6 ημέρες και τον άφησε
ελεύθερο.
Φεύγοντας ο Βίγλης πέρασε από τη Σούγια, με προορισμό την Αγιά Ρουμέλη, και
μια στιγμή είδε μια ομάδα Γερμανών να προχωρεί προς το φαράγγι όπου ήταν
αγγλικό φυλάκιο και ομάδα ανταρτών. Ειδοποίησε με έναν ανιψιό του, Τσάτζιμο,
τους αντάρτες για να μην αιφνιδιαστούν, και γίνεται η μεγάλη μάχη της Αχλάδας .
Ο Βίγλης πήρε μέρος σε πολλές μάχες με τους Γερμανούς από τις γραμμές του
ΕΑΜ αλλά και με άλλους πατριώτες στις μάχες της Παναγιάς του Καστέλου και στη
μάχη του Καλόγερου. Στις 22-12-44, με ημερήσια διαταγή τού γίνεται εύφημη μνεία
για τη συμμετοχή του στη μάχη της Παναγιάς.
Μετά τη μάχη της Παναγιάς ο Συνταγματάρχης του ΕΛΑΣ Γρ. Κοντεκάκης τού
στέλνει με τέσσερα μουλάρια δεκαεπτά γερμανικά όπλα για να τον τιμήσει για τη
μεγάλη συμβολή στη μάχη, και τα όπλα αυτά προέρχονταν από τους Γερμανούς που
είχε σκοτώσει ο Βίγλης.
Από όλα αυτά τα όπλα ο Θοδωρής δεν κράτησε κανένα, τα μοίρασε σε φίλους
δεξιά και αριστερά, και όταν σε λίγο καιρό έσπασε το δικό του όπλο, πήγε και
αγόρασε άλλο.
Μια άλλη φορά λέγεται ότι αντάρτες κυνηγούσαν πέντε Γερμανούς που έτρεξαν
να κρυφτούν σ’ ένα αγροτόσπιτο, ο Βίγλης βρισκόταν μόνος του και είδε τη σκηνή,
σήκωσε κλισιοσκόπιο 300 μ. στο όπλο, και έριξε πέντε σφαίρες, οι τρεις βρήκαν
στόχο σκοτώνοντας τρεις Γερμανούς και οι δύο καρφώθηκαν στο ανώφυλλο της
Πόρτας.
Ο Συνταγματάρχης Κοντεκάς έβλεπε τη σκηνή με τα κιάλια, χωρίς να βλέπει
ποιος ρίχνει, κι αργότερα, στη μάζωξη της ομάδας των ανταρτών, τους είπε,-Θέλω
να μου πείτε που ήτανε, που καθότανε σήμερα ο Βίγλης, γιατί αυτές τις μπαλωθιές
δεν μπορεί να τις έριξε άλλος από τον Βίγλη.
Ο Θοδωρής δεν άφηνε ποτέ τη γεμιστήρα άδεια, δεν μπορούσες να καταλάβεις
ποτέ τη διακοπή του, ήτανε πάντα με τον ίδιο ρυθμό.
Είναι γνωστό ότι πολλές φορές, όταν μιλούμε ή γράφουμε για μια
προσωπικότητα, μπορεί να υπερβάλουμε, καμιά φορά, όχι, από πρόθεση αλλά από
υπερβολικό ενθουσιασμό και την καλώς εννοούμενη προσπάθεια να τονίσουμε τα
θετικά σημεία του ήρωα.
Στην περίπτωση του Βίγλη, ομολογώ ότι αναγκάζομαι να περιορίζομαι, για
πολλούς και διάφορους λόγους, στα πιο απαραίτητα, και βασικά.
Ελπίζω σε λίγο καιρό, μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που σχεδιάζω να
εκδώσω, να μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες της πτυχές της μεγάλης προσωπικότητας του
Θ. Βίγλη.
Ο Θοδωρής υπήρξε μια σύνθετη και ισχυρή προσωπικότητα, με τα θετικά και τα
αρνητικά του σημεία. Ξέρω ότι αν είχε γεννηθεί σ’ ένα άλλο μέρος της χώρας κι
αν η λήθη που πολλές φορές σκεπάζει τους νεκρούς, και ειδικά τους νεκρούς που
δεν προσφέρονται για οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευση, θα ήταν γνωστός σε όλη
τη χώρα.
Υπήρξε περίπτωση προσωπικής παλικαριάς, άντρας χωρίς περιορισμούς, που αν
έλεγε κάτι δεν το έπαιρνε πίσω – πάει και τελείωσε.
Μια φορά, προπολεμικά, ο Βίγλης δικαζόταν στα Χανιά, και μέσα στο
δικαστήριο δεν του είχαν βγάλει τις χειροπέδες οι χωροφύλακες, ο πρόεδρος είπε
να τις βγάλουν και οι χωροφύλακες είπαν ότι είναι επικίνδυνος για απόδραση.
Τότε ο πρόεδρος τον ρώτησε, χαριτολογώντας, αν πράγματι μπορεί να δραπετεύσει
μέσα από το δικαστήριο, με τόσα μέτρα ασφαλείας, και αφού του έδωσε το λόγο του
ότι δεν θα φύγει, του επέτρεψε να κάνει μια δοκιμή.
Ο Βίγλης δίνει μια και σπάει τις χειροπέδες από τα χέρια του, ορμάει
πετώντας πέρα τους χωροφύλακες και από ένα μικρό παράθυρο δίνει μια σπάζοντάς
το και βρίσκεται έξω στη στιγμή, ξεσηκώνοντας θύελλα θαυμασμού, και ιδιαίτερα
στις γυναίκες που βρίσκονταν στο Δικαστήριο. Όταν η δίκη συνεχίστηκε, ο
πρόεδρος του είπε: «Αν, Θόδωρε, δικαστές ήταν γυναίκες, δεν θα σε δικάζανε
ποτέ».
Στα χρόνια του εμφυλίου ο Βίγλης δεν πήρε ενεργά μέρος, με εξαίρεση μια
περιοδεία στ’ Ασκύφου που του το ζήτησαν οι ίδιοι οι αντάρτες λόγω του κύρους
και της φιλίας που είχε ο Βίγλης με πολλούς κατοίκους του ηρωικού χωριού, αλλά
και γιατί ουσιαστικά ο Θοδωρής ήταν αντίθετος σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο που τον
θεωρούσε χαμένο και αδελφοκτόνο, και ειδικά στην Κρήτη όπου ο λαός της
διακρίνεται για το πνεύμα ενότητας και αδελφοσύνης.
Η παρακάτω μαρτυρία προέρχεται από πατριώτη μας που πήρε μέρος σε
επιχειρήσεις με επικεφαλής τον Παύλο Γύπαρη, στα Λευκά Όρη το 1947.
Είχε ξεκινήσει συντονισμένη επίθεση Στρατού-Μάυδων-χωροφυλακής με σκοπό την
εξόντωση των ανταρτών. Οι αντάρτες ήταν περίπου 500 άτομα. Ο Βίγλης βρισκόταν
στο μητάτο του στα Ποριά, κι επειδή στην προηγούμενη εξόρμηση τού είχαν κάψει
τη μάντρα, είναι αποφασισμένος σήμερα να μην το επιτρέψει ξανά.
Βγαίνει λοιπόν σ’ ένα ύψωμα και ταμπουρώνεται με το ντουφέκι του,
σηκώνοντας στα 1500 κλισιοσκόπιο, και όπως βγορίζει ο στρατός παίζει πέντε
μπαλωθιές, τραυματίζοντας τρεις χωροφύλακες. Τότες ο Γύπαρης, που ήξερε πού
πάει, φωνάζει στους άντρες του: «Πέστε όλοι κάτω, και ακούστε τι θα σας πω.
Αυτός που ρίχνει τους πυροβολισμούς δεν μπορεί να είναι άλλος από τον
Βιγλωθοθωρή. Η απόσταση βλέπεται ποια είναι. Εάν πλησιάσουμε πιο κοντά στα 500
μέτρα, δεν φεύγει κανείς μας, λοιπόν, ένας ένας γυρίστε πίσω να πάμε στις
δουλειές μας και ν’ αφήσουμε τον άνθρωπο ήσυχο. Ο Γύπαρης με τον Βίγλη
γνωρίζονταν από παλιά και υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός στην παλικαριά του άλλου.
Ένας άντρας, ένα παλικάρι, για να είναι ολοκληρωμένος, πρέπει να έχει πολλά
προτερήματα. Έχεις θάρρος; Το έχουν κι άλλοι. Είσαι δεινός σκοπευτής; Είναι κι
άλλοι. Είσαι γρήγορος; Είναι κι άλλοι. Είσαι γνωστικός – με σύνεση στις
αποφάσεις σου; Και ούτω καθεξής. Ο Θοδωρής τα είχε όλα αυτά, αλλά είχε και μια
ανιδιοτέλεια επίσης, και κάτι σπάνιο στις μέρες μας: ένα αρχαιοελληνικό πνεύμα
ιπποτισμού και μεγαλοπρέπειας.
Ο Θοδωρής γυρνούσε από κάπου πάνω στα Λευκά Όρη και σταμάτησε σ’ ένα μητάτο
ενός γνωστού του βοσκού ο οποίος έλειπε εκείνη την ώρα. Βρήκε μόνο 2-3 βοσκάκια
και τους ζήτησε κάτι να φάει. Εκείνα του έδωσαν λίγο γιαούρτι και καθώς έτρωγε,
ακουστήκαν πυροβολισμοί. Αυτός ατάραχος τους λέει: «Για ξανοίξτε, μωρέ. Πού
παίζονται οι μπαλωτές;». Ξανοίγουν τα κοπέλια και του λένε, «Γερμανοί είναι,
μπάρμπα, και κυνηγούνε ένα δικό μας. Ο Βιγλοθοδωρής σηκώνεται, βάζει τα κιάλια
και βλέπει τους Γερμανούς, κι ένα δικό μας γνωστό του που τον έψαχνε πέντε
χρόνια να τον σκοτώσει. Χωρίς να διστάσει καθόλου, αρχίζει τους Γερμανούς –
τάκα τάκα τάκα – και ανακόπτει το κυνηγητό τους. Μετά από ώρες είδανε επτά
φορεία να παίρνουνε Γερμανούς – άγνωστος ο αριθμός των νεκρών και των
τραυματιών. Ο κυνηγημένος πέρασε πάνω από το σημείο που ήταν ο Θοδωρής χωρίς να
έχει πάρει χαμπάρι τι είχε γίνει και ότι τον είχε γλυτώσει ο άσπονδος φίλος του
και κοιτούσε να φύγει. Ο Βίγλης τρυπάει από το πίσω μέρος της μάντρας και
βγαίνει πάνω σ’ ένα ύψωμα, τον βλέπει και του φωνάζει, σε λίγο πέφτουνε μούρη
με μούρη και ο άλλος παγώνει. Ο Βίγλης τότες του λέει: «Σε έψαχνα πέντε χρόνια
να σε βρω και σήμερα σε βρίσκω κάτω από αυτές τις συνθήκες», του εξήγησε τι
έγινε και του λέει, «φύγε», του λέει, «σου δίνω χάρη, αλλά όσο ζω δεν θα
ξαναπεράσεις από το φαράγγι», και πράγματι όσο ζούσε ο Θοδωρής δεν ξαναπέρασε.
Στα Λευκά Όρη τα χρόνια της κατοχής
υπήρχαν δύο φυλάκια των Εγγλέζων. Το ένα από αυτά ανήκε στην υπηρεσία της
Ιντέλλιτζεντ Σέρβις, με επικεφαλής τον Άγγλο Aλέκο
Filding, και ανήκε στην 133η
μονάδα. Το άλλο υπαγόταν απευθείας στο Αγγλικό Στρατηγείο (ISLD). Ο Αλέκος, συνεχιστής της Αγγλικής παράδοσης,
ραδιουργούσε μόνιμα σπέρνοντας ζιζάνια στις σχέσεις των αντιστασιακών οργανώσεων.
Ο Αλέκος, λοιπόν, πλησίασε τον Θοδωρή και προσπάθησε να τον απομακρύνει από
τον ΕΛΑΣ και να τον εντάξει στην υπηρεσία των Άγγλων. Σκοπός του ήτανε να
αποδυναμώσει το ΕΑΜ από την μια, και από την άλλη να προκαλέσει τριβές στο ΕΑΜ
και την ΕΟΚ. Ο Βίγλης τού έδωσε όμως περήφανη απάντηση, του είπε σαν γνήσιος
Κρητικός ότι όπου χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσουν Γερμανούς, θα τον βρουν δίπλα
τους, αλλά ποτέ όργανό τους.
Ο Αλέκος, γυρνώντας στο φυλάκιο, διέβαλε τον Βίγλη που, αφού το έμαθε,
σηκώνεται μια και δυο και πάει στο φυλάκιο και συναντά τον Αλέκο παρουσία
αντρών και του ζητάει το λόγο. Του είπε, με λίγα λόγια, γιατί τον συκοφαντεί
και διαδίδει ψέματα γι’ αυτά που κουβέντιασαν, και του πέταξε το γάντι ότι
ανάμεσα σ’ έναν αξιωματικό της βρετανικής αυτοκρατορίας που θα έπρεπε να έχει
αίσθημα τιμής και σ’ έναν Κρητικό Σφακιανό, που έχει την τιμή πάνω από όλα, ο
μόνος τρόπος ν’ αποκατασταθούν τα πράγματα ήταν να μονομαχήσουν. Ο Αλέκος έβαλε
την ουρά στα πόδια και αρνήθηκε την πρόταση. Αυτός ήταν ο Βίγλης.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται σήμερα στις μέρες μας από ορισμένους σαν
ρομαντικά παραμύθια περί τιμής κτλ., αλλά οι άνθρωποι στον τόπο μας είχαν και
έχουν τιμή και υπόληψη.
Γιατί, όπως γράφει και ο Oswald Spengler στο βιβλίο του η ΠΑΡΑΚΜΗ
ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ, εκδόσεις Γ. Δαρδανός, η βασική έννοια όλων των ζωντανών ηθών είναι η
τιμή, η οποία περιλαμβάνει όλες τις άλλες, την πιστή αφοσίωση, την
αυτοκυριαρχία, την ταπεινοφροσύνη, τη γενναιότητα, την ιπποτικότητα, την
αυτοκυριαρχία, την αποφασιστικότητα. Και η τιμή είναι υπόθεση του αίματος. Και
όχι της διάνοιας. Ο άνθρωπος δεν κάθεται να σκεφτεί διότι τότε θα ήταν ήδη
Άτιμος. Η στάση εκείνων που καταπίνουν μια προσβολή, ξεχνούν μια ήττα,
κλαψουρίζουν μπροστά στον εχθρό δείχνει μια ζωή ανάξια και περιττή.
Το 1947 η Γενική Διοίκηση Κρήτης με επικεφαλής τον υπουργό και στέλεχος του
Κόμματος των φιλελευθέρων Μανούσο Βολουδάκη, κάλεσαν την ηγεσία των ανταρτών σε
συνάντηση στα Μεσκλά με σκοπό την παράδοση των ανταρτών και την υπογραφή
συμφωνίας. Ο Βολουδάκης ζήτησε να είναι οπωσδήποτε ανάμεσά τους και ο Θ.
Βίγλης, και όταν του είπαν ότι ο Βίγλης δεν μετέχει στο Δ.Σ., τους είπε, «το
ξέρω, αλλά θέλω να είναι και αυτός μαζί». Όταν λοιπόν μαζεύτηκαν, ο Βολουδάκης
ρώτησε που είναι ο Βίγλης και του είπαν ότι δεν ήρθε. «Τότε, κύριοι, τους λέει,
εγώ βάνω το καπέλο μου και φεύγω». Φωνάξανε λοιπόν τον Βίγλη και πήγε, οι
αντάρτες είπαν να παρουσιαστούν και όσοι δεν βαρύνονται με προσωπικά εγκλήματα,
να τους δοθεί χάρη, και η κυβέρνηση πρότεινε την παράδοση των ανταρτών άνευ
όρων. Η συνάντηση έληξε άδοξα, και φεύγοντας ο Βολούδης φώναξε κοντά του τον
Βίγλη, που τον γνώριζε από παλιά, και του είπε σχεδόν προφητικά: «Αγαπητέ μου
Θοδωρή, γεια σου και λυπάμαι που δεν θα ξανασμίξουμε».
Οι μήνες που ακολούθησαν υπήρξαν πολλοί δύσκολοι για τον Θοδωρή, ήταν σ’
ένα πραγματικό αδιέξοδο. Από την μια καταλάβαινε ότι ή έπρεπε να μην αφήσει
τους αντάρτες να μείνουν στο φαράγγι, γιατί ο ίδιος δεν έβλεπε προοπτική για
συνέχεια του αντάρτικου, πράγμα που θα τον έφερνε σε σύγκρουση με τους
αντάρτες, κι αυτό ο ίδιος δεν το ήθελε, ή, αν έμεναν τα πράγματα όπως είχαν, θα
τον σκότωναν ο στρατός και οι Μάυδες. Φίλοι του που του έλεγαν ότι είχε όλη την
πολυτέλεια να προσέχει και να κρυφτεί, τους έλεγε: «Εγώ δεν μπορώ να μπω σε
κασέλα». Ήταν πολύ περήφανος και ο εγωισμός του δεν του το επέτρεπε.
Κάποιο βράδυ στο μητάτο του στα Ποριά και αφού είχε χωρίσει το κοπάδι του
από τα αδέρφια του, και είχε κάνει κοινάτο με ένα φίλο του από τα Μεσκλά,
ανακοίνωσε την πρόθεσή του να πάει στα Μεσκλά να ξεπληρώσει ένα χρέος που είχε.
Κάποιος βοσκός που του έκανε τον φίλο – έτσι γίνεται καμιά φορά – πήγε στους
Λάκκους και ειδοποίησε προσωπικούς εχθρούς του Θοδωρή, Μάυδες, που μέσα στο
γενικότερο κλίμα του εμφυλίου σχεδίασαν την εκτέλεσή του έτσι ώστε να φανεί σαν
φόνος καταδιωκόμενου κομμουνιστή.
Ο Βίγλης έφυγε από τα Ποριά στις 12-11-1947 και τα ξημερώματα στις
13-11-1947, σέρνοντας δύο αίγες και το όπλο του χιαστί, βάδιζε για τον
προορισμό του, κάπου στις Λακκιώτικες Μαδάρες, πάνω από τη Ζούρβα. Το απόσπασμα
από τριάντα Μάυδες τού είχε στήσει καρτέρι με βαρύ οπλισμό. Τον άφησαν και
πέρασε από μπροστά τους, και περνώντας γύρω στα 20 μ., του έριξαν ομαδικά.
Ο Θοδωρής ενστικτωδώς αφήνει τα σκοινιά από της αίγες και ξεκρεμάει το όπλο
του ρίχνοντας 2-3 πυροβολισμούς στον αέρα, και πέφτει νεκρός μισοόρθιος, με το
όπλο ανάμεσα στα πόδια του.
Για λίγη ώρα οι Μάυδες δεν πλησίαζαν μέχρι να βεβαιωθούν ότι ήταν νεκρός.
Έτσι τελείωσε την ταραχώδη μα ένδοξη ζωή του ο σταυραετός των Λευκών Ορέων,
ο ΑΣΣΟΣ ΤΩΝ ΑΣΣΩΝ, όπως έγραψε και ο Γερμανός συγγραφέας Erhart Kästner στο βιβλίο του «Κρήτη».
ΤΑ ΑΓΡΙΜΙΑ ΤΟΝ ΕΚΛΑΨΑΝΕ
ΟΙ ΑΗΤΟΙ ΚΙ ΟΙ ΖΑΡΕΣ
ΕΧΑΣΑΝΕ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥΣ
ΟΙ ΣΦΑΚΙΑΝΕΣ ΜΑΔΑΡΕΣ
Κείμενο, επιμέλεια, παρουσίαση: ΑΝΤΩΝΗΣ
ΕΡΓΑΖΑΚΗΣ